ἀχειρούργητος

ἀχειρούργητος
ἀχειρούργητος, ον, = sq., Poll.2.154.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αχειρούργητος — η, ο (Α ἀχειρούργητος, ον) νεοελλ. (για ασθενείς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειρουργηθεί αρχ. ο αχείρωτος …   Dictionary of Greek

  • ἀχειρούργητον — ἀχειρούργητος masc/fem acc sg ἀχειρούργητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεγχείρητος — η, ο (Μ ἀνεγχείρητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη υποβληθεί σε εγχείρηση, ο αχειρούργητος μσν. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να επιχειρήσει, να αναλάβει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”